Την ιστορία μου, δεν ξέρω σε ποια κατηγορία να την κατατάξω. Δεν μετανάστευσα, δεν έφυγα λόγω κρίσης, ούτε λόγω κάποιου μεγάλου έρωτα. Δεν έφυγα για ένα καλύτερο μέλλον, δεν έψαχνα κάτι συγκεκριμένο να βρω. Eψαχνα τα πάντα.
Για να καταλάβετε, πρέπει να σας πάω αρκετά χρόνια πίσω. Τότε που με μια στρωμένη πανεπιστημιακή καριέρα στην Ελλάδα και την Αυστραλία, βρέθηκα στο Αμμάν της Ιορδανίας να εργάζομαι ως συντονίστρια της ανθρωπιστικής αποστολής των Γιατρών του Κόσμου. Ήταν η εποχή που οι πρόσφυγες από το Ιράκ εισέρρεαν στην Ιορδανία και μια ανθρωπιστική τραγωδία εξελισσόταν εκεί, μπροστά στα μάτια μας. Άνθρωποι χωρίς μέλλον και χωρίς παρόν. Παιδιά που δεν πήγαιναν σχολείο, γυναίκες δύο φορές θύματα, του πολέμου και του φύλου τους. Τόσες ιστορίες που δεν ειπώθηκαν ποτέ και βουβά κλάματα πνιγμένα σε βρώμικα μαξιλάρια. Η μοίρα του πρόσφυγα επειδή κάποιοι αποφάσισαν πως η πατρίδα σου τους ανήκει.
Από την Ιορδανία, στην Αυστραλία. Και η ζωή μου να με πνίγει. Να φοβάμαι να κάνω ένα βήμα μπροστά αλλά να μην μπορώ να κάνω και πίσω. Μετέωρη στα θέλω και στα πρέπει. Όμως τα πρέπει και η λογική δεν ήταν ποτέ το δυνατό μου σημείο.
Αρκετοί μήνες αργότερα. Πλέον δεν είμαι μόνη. Έχω ένα παιδί στην κοιλιά και όνειρα να φύγω σε προσφυγικούς καταυλισμούς στο Τσαντ. Το παιδί με κρατάει πίσω-έτσι πιστεύω. Άργησα πολύ να καταλάβω ότι μόνο εγώ έβαζα τα όρια.
Τώρα θα σας πάω ένα χρόνο μετά και σε μια όμορφη χώρα της Ανατολικής Αφρικής. Με τον γιο μου αγκαλιά, μπαίνουμε στο αεροπλάνο για την Καμπάλα. Η Ουγκάντα μας περιμένει και μας δίνει απλόχερα τα δώρα της. Μένουμε σε ένα διαμέρισμα στους δυτικούς λόφους της Καμπάλας. Εργάζομαι σε ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα και είμαι ενθουσιασμένη: θα χτίσουμε ένα σχολείο. Με τον γιο μου δεμένο στην πλάτη γυρίζουμε τα χωριά, κάνουμε φίλους, κλαίμε και γελάμε. Στα χέρια μου θα κρατήσω ένα μωρό λίγο πριν φύγει για πάντα, χτυπημένο από την αρρώστια που μαστίζει την πανέμορφη Αφρική. Θα δω όμως και θαύματα να γίνονται και αυτό θα κρατάει πάντα ζωντανή μέσα μου την ελπίδα.
Δεν θα σας κουράσω. Το ταξίδι ήταν μακρύ. Από την Αφρική, βρεθήκαμε στην Ασία. Στην πολύβουη Μπανγκόκ, με μένα να εργάζομαι τώρα στον ΟΗΕ και να γράφω άρθρα για τις ανθρωπιστικές κρίσεις στη ΝΑ Ασία. Ο γιός μου κλείνει τα 3 και μπαίνει στα 4. Πάει σχολείο και είναι χαρούμενος. Η ζωή όμως στη Μπανγκόκ δεν μας αρέσει.
Τελευταίος σταθμός λοιπόν η Βόρεια Κορέα. Το ερμητικό βασίλειο μας ανοίγει τις πόρτες. Η Πιονγκ Γιανγκ, μια πόλη με μεγάλα πάρκα, πράσινες αλέες και κόσμο που μας κοιτάει με περιέργεια και μας χαμογελάει. Με τα ποδήλατα γνωρίζουμε τη νέα μας πόλη. Εδώ η ζωή έχει άλλους ρυθμούς. Αφήνουμε πίσω την καταναλωτική φρενίτιδα της Μπανγκόκ και ανακαλύπτουμε την απλότητα.
Ο καθένας έχει μια στερεοτυπική άποψη για τη Βόρεια Κορέα. Εγώ μπορώ να σας πω ότι τίποτα δεν είναι απόλυτα καλό ή κακό. Η ίδια η ζωή γκρεμίζει τους τοίχους που με τόση προσοχή εμείς υψώνουμε.
Στην πλατεία ο γιος μου παίζει με ένα αυτοκινητάκι. Χωρίς δεύτερη σκέψη τρέχει να το δείξει σε ένα άλλο παιδάκι που τον παρατηρεί. Όλοι-εκείνοι και εμείς- στις δύο αντίθετες πλευρές, κοιταζόμαστε με αμηχανία. Ανάμεσα μας δύο τετράχρονα αγόρια παίζουν με ένα αυτοκίνητο.
Ο πρώτος τοίχος γκρεμίστηκε για πάντα.
Φραγκίσκα Μεγαλούδη