Σχεδόν όλοι έχουμε έρθει αντιμέτωποι με τη δήλωση αυτή: « Δε θέλω να πάω σχολείο!». Μακάρι να υπήρχε μία σωστή και πειστική απάντηση ταιριαστή σε κάθε περίπτωση. Αλλά δεν υπάρχει. Γιατί όλα εξαρτώνται από το κάθε παιδί, από το τι συμβαίνει την περίοδο αυτή στη ζωή του αλλά και στη δική μας.
Πίσω από το «Δε θέλω να πάω σχολείο»…
σχεδόν πάντα κάτι κρύβεται: μια ανάγκη που δεν ικανοποιείται, μια κραυγή για βοήθεια. Και είναι δουλειά μας να το διερευνήσουμε και να καταλάβουμε τι συμβαίνει πραγματικά.
Για να βοηθηθούμε να καταλάβουμε τι κρύβεται πίσω από το «Δε θέλω να πάω σχολείο»:
Ας σκεφτούμε πόσος καιρός είναι που έχει ξεκινήσει το σχολείο. Χρειάζονται τουλάχιστον 6 ολοκληρωμένες εβδομάδες για να αρχίσει να αισθάνεται άνετα ένα παιδί οποιασδήποτε ηλικίας στο σχολείο. Ας δώσουμε λίγο χρόνο πριν βγάλουμε συμπεράσματα. Το παιδί ίσως να μην έχει ακόμα προσαρμοστεί στο νέο πρόγραμμα, να αισθάνεται πίεση, να είναι ακόμα σε μεταβατική περίοδο. Ας του δώσουμε χρόνο.
Πιθανά το πρόβλημα να μην είναι το ίδιο το σχολείο. Με τα παιδιά προσχολικής ηλικίας, το θέμα συχνά είναι ο αποχωρισμός. Το να μάθει να είναι στο σχολείο χωρίς το γονιό είναι πολύ διαφορετικό από το να μένει για παράδειγμα με κάποιο άτομο που το προσέχει στο σπίτι όταν λείπουν οι γονείς. Να θυμόμαστε ότι η διαδικασία του αποχωρισμού μπορεί να πάρει από μερικές μέρες μέχρι μερικούς μήνες. Χρειάζεται χρόνο για να αναπτύξει σχέσεις εμπιστοσύνης με τη δασκάλα ή τον δάσκαλό του του και να κάνει νέους φίλους. Το παιδί μπορεί απλά να προτιμά να είναι σπίτι μαζί μας.
Μήπως συμβαίνει κάτι έκτακτο στο σπίτι; Αν έχει έρθει η γιαγιά στο σπίτι για λίγες μέρες, αν η μαμά λόγω αδιαθεσίας έχει πάρει άδεια, αν το αδερφάκι παίζει με φίλους στο σπίτι, αν υπάρχουν εργάτες στο σπίτι, είναι πολύ πιθανό το παιδί να θέλει να μείνει σπίτι – εκεί που υπάρχει δράση.
Μήπως δεν είναι πολύ καλά; Ίσως να είναι για παράδειγμα, στην αρχή μιας ίωσης. Όλοι είμαστε κακοδιάθετοι όταν δεν αισθανόμαστε καλά. Αλλά ας δώσουμε παραπάνω προσοχή όταν το παιδί ισχυρίζεται ότι είναι άρρωστο (ενώ δεν είναι) για να φύγει από το σχολείο.
Όσο για τα παιδιά του Δημοτικού, μπορεί να ισχύουν όλα τα παραπάνω αλλά και τα ακόλουθα:
Μήπως το παιδί αισθάνεται ότι δεν έχει ταιριάξει με την ομάδα; Καθώς το παιδί ωριμάζει, εντείνεται και η ανάγκη του να ανήκει στο σύνολο. Μήπως νιώθει ότι δεν έχει φίλους;
Μήπως έχει προβλήματα με τους φίλους του; Πράγματα που εμείς μπορεί να θεωρούμε ανάξια λόγου, μπορεί να επηρεάσουν σημαντικά ένα παιδί και να το κάνουν να προτιμά να μείνει σπίτι καθώς δυσκολεύεται να τα διαχειριστεί.
Μήπως είναι θύμα κοροϊδίας ή bullying; Συνήθως, τα παιδιά αυτής της ηλικίας δυσκολεύονται να ζητήσουν βοήθεια για τέτοια θέματα. Συχνά, θεωρούν ότι πρέπει μόνα τους να βρουν λύση, αλλά δεν μπορούν. Με το να μείνουν στο σπίτι, τα αποφεύγουν και δε χρειάζεται να τα αντιμετωπίσουν.
Μήπως τα μαθήματα του φαίνονται πολύ δύσκολα; Ο φόβος της αποτυχίας είναι αρκετός για να κάνει ένα παιδί να θέλει να μείνει σπίτι. Και το γεγονός ότι οι συμμαθητές του ξέρουν ότι δυσκολεύεται, κάνει τα πράγματα ακόμα χειρότερα.
Μήπως βαριέται; Πολύ; Κάποιοι μαθητές είναι πολύ προχωρημένοι. Όταν δεν υπάρχουν προκλήσεις, το σχολείο μπορεί να γίνει πολύ βαρετό.
Μήπως ανησυχεί για κάτι που έχει κάνει; Κάτι μπορεί να έχει συμβεί και το παιδί να φοβάται ότι θα αποκαλυφθεί και θα υποστεί τις συνέπειες.
Με τα παιδιά Γυμνασίου και Λυκείου, μπορεί να ισχύουν όλα τα παραπάνω αλλά επιπλέον και τα εξής:
Τα προβλήματα κοινωνικής φύσης είναι η νούμερο ένα αιτία που ένα παιδί αυτής της ηλικίας μπορεί να αρνείται να πάει σχολείο. Μπορεί να υφίσταται bullying στο σχολείο ή και διαδικτυακά.
Ίσως το παιδί να είναι εξουθενωμένο. Οι έφηβοι κοιμούνται συχνά λιγότερο από όσο χρειάζονται λόγω των πολλών ερεθισμάτων.
Όπως και να έχει, το πρώτο βήμα που πρέπει να γίνει για να λύσουμε το πρόβλημα είναι να ακούσουμε και να κατανοήσουμε την ανάγκη του παιδιού. Όταν το παιδί ξέρει ότι είμαστε εκεί για να ακούσουμε τα συναισθήματα και τα προβλήματά του, θα είναι και πιο ανοιχτό στο να συζητήσουμε μαζί τις λύσεις.
Πηγή:betterparents
Διαβάστε ακόμα: